κουφος

κουφος
    κοῦφος
    3
    1) легкий, легковесный
    

βαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;

    κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;
    ср. лат. sit tibi terra levis! );
    κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение

    2) легковооруженный
    

(στρατιά Plut.)

    3) легко переваривающийся, удобоваримый
    

(κρέας Arst.)

    4) легко переносимый, необременительный
    

(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)

    ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести

    5) легкий, нетрудный
    

(ὁδός Plut.)

    6) легкий, подвижный
    

(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)

    7) легкий, нежный
    

(πνεύματα Soph.)

    8) легкомысленный, безрассудный, пустой
    

(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)

    9) пустой, призрачный
    

(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)

    10) незначительный, ничтожный
    

(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)

    11) небольшой, короткий
    

(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "κουφος" в других словарях:

  • κοῦφος — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • κουφός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν ακούει. 2. η παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» λέγεται για αναίσθητους ή πείσμονες που δε μεταβάλλουν γνώμη με κανένα τρόπο. 3. φρ., «στα κουφά», αθόρυβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοῦφον — κοῦφος light masc acc sg κοῦφος light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφώνω — [κούφος (Ι)] 1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα») 2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου») 3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας») …   Dictionary of Greek

  • κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῦφαι — κοῦφος light fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῦφε — κοῦφος light masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῦφοι — κοῦφος light masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»